- μεσσήνα
- μεσσήνέζα η тонкая, прочная нить (для прикрепления крючка к леске)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσσηνέζα — και μεσσήνα, η λεπτό, ανθεκτικό και διαφανές νήμα το οποίο χρησίμευε παλαιότερα για να δένουν τα αγκίστρια και τα βαρίδια στην άκρη τής ορμιάς, τής πετονιάς τού ψαρέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ονομ. τής ιταλ. πόλης Messina + κατάλ. έζα] … Dictionary of Greek
Τζάττας, Ιωσήφ — (Jsata, ; – 1851). Ιταλός φιλέλληνας. Καταγόταν από τη Μεσσήνα της Σικελίας και χρημάτισε υπαξιωματικός στον στρατό του βασιλείου της Νάπολης. Επειδή ήταν φιλελεύθερος, φυλακίστηκε με την κατηγορία, ότι έβρισε τον βασιλιά Φερδινάνδο και… … Dictionary of Greek